- πλατός
- -ή, -όν, Ααυτός τον οποίο μπορεί να πλησιάσει κανείς, ευπρόσιτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *pelā-/ pelә2- (βλ. λ. πέλας) με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλάτος — breadth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτος — (I) ὁ, Α πλάτας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε ος]. (II) το, ΝΜΑ 1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος τού τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων,… … Dictionary of Greek
πλάτος — το ους 1. μια από τις τρεις διαστάσεις: Μήκος, ύψος, πλάτος. 2. η μικρότερη διάσταση επίπεδης επιφάνειας: Ο μαυροπίνακας έχει 4 μέτρα μήκος και 1 πλάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλατός — πλᾱτός , πλατός approachable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτει — πλάτος breadth neut nom/voc/acc dual (attic epic) πλάτεϊ , πλάτος breadth neut dat sg (epic ionic) πλάτος breadth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατέεσσι — πλάτος breadth neut dat pl (epic) πλατύς wide masc/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατέεσσιν — πλάτος breadth neut dat pl (epic) πλατύς wide masc/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτεος — πλάτος breadth neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτεσι — πλάτος breadth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτεσιν — πλάτος breadth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)